- διατροπή
- διατροπή, η (Α) [διατρέπω]1. σύγχυση, έκπληξη, ταραχή2. αποτυχία, καταστροφή3. δυσαρέσκεια4. λύπη, συμπάθεια, ευσπλαγχνία5. αποτροπή από σφάλμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατροπῇ — διατροπή confusion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροπή — confusion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροπαῖς — διατροπή confusion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροπαί — διατροπή confusion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροπῆς — διατροπή confusion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροπήν — διατροπή confusion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)